- ἡνίσκος
- ἡνίσκος, ὁ, Dim. of ἡνία (B) 11,A small thong or strap, cj. in Herod. 7.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηνίσκος — ἡνίσκος, ὁ (Α) μικρό δερμάτινο λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος] … Dictionary of Greek